- διυλιστήρας
- ο (Α διυλιστήρ)συσκευή με την οποία γίνεται η διύλιση κάποιας ουσίας, συνήθως ενός υγρού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διυλιστήρας — ο φίλτρο, σουρωτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διυλιστῆρας — διυλιστήρ filter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διυλιστήριος — ο 1. ο χρήσιμος στη διύλιση 2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη β) ο διυλιστήρας … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
πλόκανον — και πλόχανον, τὸ, Α 1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο 2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών 3. πλεγμένο σχοινί 4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ τής… … Dictionary of Greek
τρυπητός — ή, ό / τρυπητός, ή, όν, ΝΜΑ [τρυπῶ] αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή (ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων 2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό α) διάτρητο… … Dictionary of Greek